- προδείσας
- προδείσᾱς , προδείδωfear prematurelyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδείδω — Α φοβάμαι εκ τών προτέρων («οὔτ οὖν προδείσας εἰμὶ τῷγε νῡν λόγῳ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek